VICTORIAN PORTRAITURE BY JULIA MARGARET CAMERON |
Μια φορά, η δασκάλα, με είδε που καθόμουν σ’ ένα πεζούλι κάτω
από τη μηλιά τού κήπου κι έκλαιγα. Ήρθε κοντά μου.
«Τι ωραία που κλαίς!» θαύμασε και μού ζήτησε ένα μόνο δάκρυ να το κρατήσει στο μαντηλάκι της φυλακτό γιατί εκείνη είχε ξεχάσει πώς κλαίνε.
«Μπράβο, τα δάκρυα καθαρίζουν τα μάτια μας κι αφήνουν το παράπονο της ψυχής να πετάξει ψηλά με τα πουλιά και τα σύννεφα, μετά γίνεται βροχή και ξεδιψά η γη κι εμείς πλατσουρίζουμε στο δρόμο και γελάμε δυνατά, έτσι λένε πως συμβαίνει» είπε τονίζοντας τις λέξεις αργά- αργά.
Και τάχα μου, δεν την ένοιαζε και πολύ να μάθει γιατί έκλαιγα, ήθελε όμως να της μάθω ξανά από την αρχή, αυτή την ακριβή τέχνη να δακρύζεις κι όσο της έλεγα πως τα δάκρυα υπάρχουν στην καρδιά και από εκεί ανοίγει ένα παραθυράκι και βγαίνουν - για να μη σπάσει η καρδιά μας εννοείται- , κι έτσι φτάνουν στα μάτια μας, φτάνει να υπάρχει μια αιτία και μια αφορμή, όπως έλεγε η γιαγιά Γαρυφαλλιά. Εκείνη έκανε πως έκλαιγε και το έκανε τόσο μα τόσο αστεία που γελούσα. Με κράτησε αγκαλιά σαν να με νανούριζε «μάτια που εύκολα γελούν κι ύστερα πάλι κλαίνε/αυτά μ’ αρέσει ν’ αγαπώ γιατί κακό δε θένε».
Την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι γελούσα πια πολύ δυνατά,
«μάτια μου ψιχαλιστά εσύ, εσύ είσαι η ακριβή μου μαθήτρια» ψιθύρισε και τότε είδα βουρκωμένα τα δικά της. Νόμισα πως στενοχωρήθηκε που δεν ήξερε γιατί έκλαιγα. Ένιωσα κάπως παράξενα, αμφιταλαντεύτηκα μα στο τέλος, ανέβηκα πάνω στο πεζούλι για να φτάσω το αριστερό της αυτί, - αυτό μόνο ξέρει ν’ ακούει τα μυστικά- και για να μην έχει τύψεις, «δεν φταίτε εσείς κυρία που τα γράμματα είναι μόνο εικοσιτέσσερα και οι αριθμοί δεν τελειώνουν ποτέ, δεν φταίτε που υπάρχει αυτό, το… » κόμπιασα, ούτε τι ήτανε καταλάβαινα, ούτε ήθελα να το λέω.
«Ποιο είναι αυτό που υπάρχει και είναι τόσο κακό που χαλάει τη ζαχαρένια σου;» Με ρώτησε κι εκείνη το ίδιο μυστικά στο αριστερό αυτί; «Αυτό το, το… , που μας είπατε στην αριθμητική την προηγούμενη ώρα, που δεν πειράζει κι αν δεν θα το θυμόμαστε αύριο, που θα το μάθουμε καλά όταν μεγαλώσουμε, που το λένε… ».
Κόμπιαζα να το πω, δεν ήμουν και σίγουρη ότι το θυμόμουν σωστά. Ξανάφερα την εικόνα της στο νου όταν έλεγε τους αριθμούς «ένα, δύο, τρία… οκτώ, είκοσι, εκατό, χίλια, χίλιες χιλιάδες και πιο πολλές χιλιάδες, όσες και οι τρίχες στα κεφάλια μας κι ακόμη πιο πολλές, οι αριθμοί δεν τελειώνουν, τους αρέσει να μπερδεύονται μεταξύ τους και φτιάχνουν κι άλλους αριθμούς, καινούριους μέχρι το άπειρο», μετά είχε πει κι άλλα πολλά, ακόμη πιο ακαταλαβίστικα, έτσι μου είχαν φανεί. Ήθελα να φωνάξω βοήθεια! Το άπειρο είχε γίνει σκοτεινό, όπως το λευκό διπλό παραβάν που χώριζε στη μέση τις αίθουσες κι εκεί μέσα έκλεινε ο διευθυντής του σχολείου τα παιδιά που ήθελε να τιμωρήσει. Πήρα μια βαθιά ανάσα, «το άπειρο κυρία…» αναστέναξα με παράπονο, «αυτό το άπειρο δεν το αγαπώ, το φοβάμαι, θέλω όλα να τελειώνουν κάπου… όπως τελειώνει το βάζο με το γλυκό τού κουταλιού και το νερό στο ποτήρι, έτσι απλά να τελειώνουν και οι αριθμοί». Χαμήλωσε και με κοίταξε ίσια στα μάτια. Γλυκό βλέμμα, γεμάτο καλοσύνη.
Η ήρεμη ματιά της, είχε καταφέρει να νικήσει την αγωνία μου.
Είχε καταλάβει η δασκάλα, όλα τα είχε καταλάβει. Έβγαλε τα γυαλιά και τα κράτησε στο χέρι της. Μηχανικά και μιμητικά έκανα το ίδιο με τα δικά μου γυαλιά. Κοιταχτήκαμε ξανά, μύτη με μύτη. Αστείες ήμασταν και οι δυο. Πήραμε μαζί ανάσα βαθιά και πιο βαθιά κι ακόμη πιο πολύ, όπως φουσκώνουν τα βατραχάκια την κοιλιά τους και μετά ξετρελαίνουν τον κόσμο με τις φωνές τους. «Άκου τώρα, θα σού πω μια μικρή ιστορία και δεν θα σε απασχολήσει άλλο το άπειρο, μόνο όταν μεγαλώσεις και θα θυμάσαι αυτές τις στιγμές», τα λόγια της χάδι στο πρόσωπο. Ξαναφόρεσε τα γυαλιά της, το ίδιο έκανα κι εγώ και μετά από μια παύση άρχισε να λέει: «Το άπειρο, είναι το μακρινό καταφύγιο της αγάπης. Εκεί την πηγαίνουν οι αριθμοί κι από εκεί την καλούν πίσω οι λέξεις, κάποιες λέξεις. Μη φοβάσαι κοριτσάκι. Το άπειρο, είναι ένα οκτώ που κάποτε γλίστρησε σ’ ένα περαστικό σύννεφο γεμάτο πανσέδες κι από τότε όλο ταξιδεύει από ουρανό σε ουρανό για να μας φυλάει, γι’ αυτό και δεν θα κοιμηθεί ποτέ, ούτε στην αιωνιότητα. Κατάλαβες; Είναι μια άλλη αρχή Ζωή, στο άπειρο αρχίζουν όλα από την αρχή, εκεί γεννιέται και το φως. Όταν γίνεις μεγάλη, θα θέλεις κι εσύ να το ταξιδέψεις αυτό το άπειρο και θα το κάνεις με λέξεις, αύριο όμως, αύριο, όταν θα γίνεις μεγάλη γυναίκα είπαμε. Και τώρα γύρνα την πλάτη σου, να σού ζωγραφίσω στους ώμους δυο φτερά και να δεις που αύριο, αύριο θα φυτρώσουν γιατί υπάρχουν».
Και μου ζωγράφισε στους ώμους ένα γερμένο οκτώ, σαν αυτό που είχε γλιστρήσει στο σύννεφο…
«Τι ωραία που κλαίς!» θαύμασε και μού ζήτησε ένα μόνο δάκρυ να το κρατήσει στο μαντηλάκι της φυλακτό γιατί εκείνη είχε ξεχάσει πώς κλαίνε.
«Μπράβο, τα δάκρυα καθαρίζουν τα μάτια μας κι αφήνουν το παράπονο της ψυχής να πετάξει ψηλά με τα πουλιά και τα σύννεφα, μετά γίνεται βροχή και ξεδιψά η γη κι εμείς πλατσουρίζουμε στο δρόμο και γελάμε δυνατά, έτσι λένε πως συμβαίνει» είπε τονίζοντας τις λέξεις αργά- αργά.
Και τάχα μου, δεν την ένοιαζε και πολύ να μάθει γιατί έκλαιγα, ήθελε όμως να της μάθω ξανά από την αρχή, αυτή την ακριβή τέχνη να δακρύζεις κι όσο της έλεγα πως τα δάκρυα υπάρχουν στην καρδιά και από εκεί ανοίγει ένα παραθυράκι και βγαίνουν - για να μη σπάσει η καρδιά μας εννοείται- , κι έτσι φτάνουν στα μάτια μας, φτάνει να υπάρχει μια αιτία και μια αφορμή, όπως έλεγε η γιαγιά Γαρυφαλλιά. Εκείνη έκανε πως έκλαιγε και το έκανε τόσο μα τόσο αστεία που γελούσα. Με κράτησε αγκαλιά σαν να με νανούριζε «μάτια που εύκολα γελούν κι ύστερα πάλι κλαίνε/αυτά μ’ αρέσει ν’ αγαπώ γιατί κακό δε θένε».
Την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι γελούσα πια πολύ δυνατά,
«μάτια μου ψιχαλιστά εσύ, εσύ είσαι η ακριβή μου μαθήτρια» ψιθύρισε και τότε είδα βουρκωμένα τα δικά της. Νόμισα πως στενοχωρήθηκε που δεν ήξερε γιατί έκλαιγα. Ένιωσα κάπως παράξενα, αμφιταλαντεύτηκα μα στο τέλος, ανέβηκα πάνω στο πεζούλι για να φτάσω το αριστερό της αυτί, - αυτό μόνο ξέρει ν’ ακούει τα μυστικά- και για να μην έχει τύψεις, «δεν φταίτε εσείς κυρία που τα γράμματα είναι μόνο εικοσιτέσσερα και οι αριθμοί δεν τελειώνουν ποτέ, δεν φταίτε που υπάρχει αυτό, το… » κόμπιασα, ούτε τι ήτανε καταλάβαινα, ούτε ήθελα να το λέω.
«Ποιο είναι αυτό που υπάρχει και είναι τόσο κακό που χαλάει τη ζαχαρένια σου;» Με ρώτησε κι εκείνη το ίδιο μυστικά στο αριστερό αυτί; «Αυτό το, το… , που μας είπατε στην αριθμητική την προηγούμενη ώρα, που δεν πειράζει κι αν δεν θα το θυμόμαστε αύριο, που θα το μάθουμε καλά όταν μεγαλώσουμε, που το λένε… ».
Κόμπιαζα να το πω, δεν ήμουν και σίγουρη ότι το θυμόμουν σωστά. Ξανάφερα την εικόνα της στο νου όταν έλεγε τους αριθμούς «ένα, δύο, τρία… οκτώ, είκοσι, εκατό, χίλια, χίλιες χιλιάδες και πιο πολλές χιλιάδες, όσες και οι τρίχες στα κεφάλια μας κι ακόμη πιο πολλές, οι αριθμοί δεν τελειώνουν, τους αρέσει να μπερδεύονται μεταξύ τους και φτιάχνουν κι άλλους αριθμούς, καινούριους μέχρι το άπειρο», μετά είχε πει κι άλλα πολλά, ακόμη πιο ακαταλαβίστικα, έτσι μου είχαν φανεί. Ήθελα να φωνάξω βοήθεια! Το άπειρο είχε γίνει σκοτεινό, όπως το λευκό διπλό παραβάν που χώριζε στη μέση τις αίθουσες κι εκεί μέσα έκλεινε ο διευθυντής του σχολείου τα παιδιά που ήθελε να τιμωρήσει. Πήρα μια βαθιά ανάσα, «το άπειρο κυρία…» αναστέναξα με παράπονο, «αυτό το άπειρο δεν το αγαπώ, το φοβάμαι, θέλω όλα να τελειώνουν κάπου… όπως τελειώνει το βάζο με το γλυκό τού κουταλιού και το νερό στο ποτήρι, έτσι απλά να τελειώνουν και οι αριθμοί». Χαμήλωσε και με κοίταξε ίσια στα μάτια. Γλυκό βλέμμα, γεμάτο καλοσύνη.
Η ήρεμη ματιά της, είχε καταφέρει να νικήσει την αγωνία μου.
Είχε καταλάβει η δασκάλα, όλα τα είχε καταλάβει. Έβγαλε τα γυαλιά και τα κράτησε στο χέρι της. Μηχανικά και μιμητικά έκανα το ίδιο με τα δικά μου γυαλιά. Κοιταχτήκαμε ξανά, μύτη με μύτη. Αστείες ήμασταν και οι δυο. Πήραμε μαζί ανάσα βαθιά και πιο βαθιά κι ακόμη πιο πολύ, όπως φουσκώνουν τα βατραχάκια την κοιλιά τους και μετά ξετρελαίνουν τον κόσμο με τις φωνές τους. «Άκου τώρα, θα σού πω μια μικρή ιστορία και δεν θα σε απασχολήσει άλλο το άπειρο, μόνο όταν μεγαλώσεις και θα θυμάσαι αυτές τις στιγμές», τα λόγια της χάδι στο πρόσωπο. Ξαναφόρεσε τα γυαλιά της, το ίδιο έκανα κι εγώ και μετά από μια παύση άρχισε να λέει: «Το άπειρο, είναι το μακρινό καταφύγιο της αγάπης. Εκεί την πηγαίνουν οι αριθμοί κι από εκεί την καλούν πίσω οι λέξεις, κάποιες λέξεις. Μη φοβάσαι κοριτσάκι. Το άπειρο, είναι ένα οκτώ που κάποτε γλίστρησε σ’ ένα περαστικό σύννεφο γεμάτο πανσέδες κι από τότε όλο ταξιδεύει από ουρανό σε ουρανό για να μας φυλάει, γι’ αυτό και δεν θα κοιμηθεί ποτέ, ούτε στην αιωνιότητα. Κατάλαβες; Είναι μια άλλη αρχή Ζωή, στο άπειρο αρχίζουν όλα από την αρχή, εκεί γεννιέται και το φως. Όταν γίνεις μεγάλη, θα θέλεις κι εσύ να το ταξιδέψεις αυτό το άπειρο και θα το κάνεις με λέξεις, αύριο όμως, αύριο, όταν θα γίνεις μεγάλη γυναίκα είπαμε. Και τώρα γύρνα την πλάτη σου, να σού ζωγραφίσω στους ώμους δυο φτερά και να δεις που αύριο, αύριο θα φυτρώσουν γιατί υπάρχουν».
Και μου ζωγράφισε στους ώμους ένα γερμένο οκτώ, σαν αυτό που είχε γλιστρήσει στο σύννεφο…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Βιογραφικο σημείωμα
Ζωή Δικταίου κατα κόσμον Χαρούλα Βερίγου |
Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα,
εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν
έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω και
εργάζομαι στην Κέρκυρα.
Αισθάνομαι πως η Χαρούλα Βερίγου έμεινε για πάντα στην Κρήτη,
να γοητεύεται από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια του τόπου…
Στην Κέρκυρα, η Ζωή Δικταίου καταθέτει ως δόκιμη της ποίησης
την ευγνωμοσύνη της στο Ιόνιο Φως. Αντιλαμβάνομαι την διακριτική του παρουσία,
ιδιαίτερα όταν φωτίζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.
Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν
φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και τα ξεφτισμένα
αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Μου αρέσει η βροχή. Όχημα
μαγείας οι λέξεις, δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω,
ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να
γράφω.
Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το
«Αύριο».
Η πρώτη κατάθεση γραφής στην παιδική λογοτεχνία με το βιβλίο «Ιστορίες
για φεγγάρια». Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο» και «Μια
κούρσα για τη Χαριγένεια» καθώς και η συλλογή διηγημάτων «Οι άλλες ν’ απλώνουν
ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα» με βιωματικές ιστορίες γυναικών της Ηπείρου γραμμένο
στο γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής.
Υπό έκδοση και η πρώτη ποιητική συλλογή με τον τίτλο: «
Αύριο, στάχυα οι λέξεις».
Δημοσιευμένα ποιήματα και διηγήματα με το ψευδώνυμο Ζωή
Δικταίου.
Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον
Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Νικολιδάκη.
Δυό λόγια για την Ζωή Δικταίου ή αλλιώς για την
Χαρούλα της καρδιάς μου :
Ειχα την χαρά να την γνωρίσω απο κοντά ειχα την τιμή να διαβάσω στη Παρουσίαση του βιβλίου της "Μια κούρσα για την Χαριγένεια" στο Αλικο αποσπάσματα απο το υπέροχο αυτο βιβλίο και να γίνει η Χαρούλα της καρδιάς μου.
Ξεχωριστός άνθρωπος , μοιάζει απόμακρη εκ πρώτης όψεως , μα ήταν πάντα δίπλα μου σαν την χρειάστηκα , ουσιαστικά , άμεσα , μια γυναίκα ήρεμη , με απαλή λαλιά , ταλαντούχα , ζει για να γράφει , γράφει για να ζει , πολυγραφότατη , μια γυναίκα "ξωτικό" ένα ελαφροΐσκιωτο πλάσμα που νιώθω τυχερή που μπήκε στην ζωή μου ..Μια υπέροχη φίλη .
Φάνυ Φωτεινή Πολέμη
Ειχα την χαρά να την γνωρίσω απο κοντά ειχα την τιμή να διαβάσω στη Παρουσίαση του βιβλίου της "Μια κούρσα για την Χαριγένεια" στο Αλικο αποσπάσματα απο το υπέροχο αυτο βιβλίο και να γίνει η Χαρούλα της καρδιάς μου.
Ξεχωριστός άνθρωπος , μοιάζει απόμακρη εκ πρώτης όψεως , μα ήταν πάντα δίπλα μου σαν την χρειάστηκα , ουσιαστικά , άμεσα , μια γυναίκα ήρεμη , με απαλή λαλιά , ταλαντούχα , ζει για να γράφει , γράφει για να ζει , πολυγραφότατη , μια γυναίκα "ξωτικό" ένα ελαφροΐσκιωτο πλάσμα που νιώθω τυχερή που μπήκε στην ζωή μου ..Μια υπέροχη φίλη .
Φάνυ Φωτεινή Πολέμη
Εδώ μια αγαπημένη αναμνηστική φωτογραφία απο την παρουσίαση τους βιβλίου της "Μια κούρσα για την Χαριγένεια" στο Αλικο με τον αγαπημενους μου Σπύρο Μπιμπίλα και την Χαρούλα Βερίγου ή αλλιώς Κυρία Ζωη Δικταίου |